- βάσκανα
- βάσκανοςone who bewitchesneut nom/voc/acc plβάσκᾱνα , βασκαίνωbewitchaor ind act 1st sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βασκαίνω — βασκαίνω, βάσκανα βλ. πίν. 44 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής